φουζικλάδιο

φουζικλάδιο
ή φουσικλάδιο, το, Ν
1. βοτ. κοσμοπολίτικο γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη υφομυκητώδη τής κλάσης υφομύκητες και περιλαμβάνει είδη με υφές πάνω στις οποίες αναπτύσσονται κονίδια και τα οποία αποτελούν τις αγενείς κονιδιακές μορφές τού γένους ασκομυκήτων βεντουρία, που παρασιτούν σε διάφορα οπωροφόρα και δασικά δέντρα, προκαλώντας τους βλάβες
2. η νόσος που προκαλεί σε διάφορα δέντρα η μορφή αυτή μυκήτων, κν. γνωστή και ως βούλλα ή ξεροβούλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. fusicladium < fusi- (< λατ. fusus «αδράχτι») + -cladium (< κλαδίον, υποκορ. τού κλάδος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”